υπέρσαρκος

υπέρσαρκος
-η, -ο / ὑπέρσαρκος, -ον, ΝΑ
υπερβολικά παχύς, παχύσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. κατά-σαρκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρσαρκοι — ὑπέρσαρκος covered with flesh masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερσαρκώ — (I) έω, Α [ὑπέρσαρκος] 1. (για επουλωμένο τραύμα) εκφύω περιττή σάρκα («ὑπερσαρκεῑ τὸ ἕλκος», Ιπποκρ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) παίρνω πολλά περιττά κιλά, γίνομαι παχύσαρκος («ὑπὸ τρυφῆς... ἔλαθεν ὑπερσαρκήσας», Αιλ.). (II) όω, Α [ὑπέρσαρκος] (για… …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek

  • υπερσαρκία — η, Ν [υπέρσαρκος] πολυσαρκία, παχυσαρκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”